"...εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον, Αγνώστω Θεώ..."
Ο Χριστιανισμός στην Ελλάδα διαδόθηκε κυρίως από τον Απόστολο Παύλο και τους συνεργάτες του Λουκά, Τιμόθεο, Τίτο, Σίλα κ.ά. και δευτερευόντως από τους μαθητές του Χριστού Πρωτόκλητο Ανδρέα και Απόστολο Φίλιππο, σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, αλλά και από τον Απόστολο Πέτρο (Κόρινθος).
Όπως εξιστορούν oι Πράξεις των Αποστόλων, ο Παύλος, κατά τη Β’ Αποστολική Περιοδεία του, όταν, στα τέλη του 49 (ή του 50) μ.Χ., βρισκόταν στην Τρωάδα είδε τη νύχτα σε όραμα έναν άνδρα Μακεδόνα, που στεκόταν και τον παρακαλούσε: «Διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πράξ. 16, 9).
Όπως εξιστορούν oι Πράξεις των Αποστόλων, ο Παύλος, κατά τη Β’ Αποστολική Περιοδεία του, όταν, στα τέλη του 49 (ή του 50) μ.Χ., βρισκόταν στην Τρωάδα είδε τη νύχτα σε όραμα έναν άνδρα Μακεδόνα, που στεκόταν και τον παρακαλούσε: «Διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πράξ. 16, 9). Θεωρώντας ο απόστολος το όραμα ως θεία εντολή να ευαγγελισθεί τον Χριστό στην «κατείδωλον» Ελλάδα, πέρασε με τους συνεργάτες του στη Σαμοθράκη και από εκεί στη Νεάπολη και στους Φιλίππους (κοντά στη σημερινή Καβάλα) και στη συνέχεια στην Αμφίπολη, στην Απολλωνία, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Aπό εκεί κατέβηκε στην Αθήνα, για να καταλήξει στην Κόρινθο, πρωτεύουσα τότε της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας (που περιλάμβανε και τη Στερεά Ελλάδα), όπου και παρέμεινε εργαζόμενος Ιεραποστολικά για ένα χρόνο και έξι μήνες (αρχές του 50 ως το Φθινόπωρο του 51;). Tις Εκκλησίες της Ελλάδας επισκέφθηκε και στις επόμενες περιοδείες του. Σύμφωνα με νεότερους υπολογισμούς, στη Γ’ Περιοδεία (Άνοιξη 52-Άνοιξη 57) επισκέφθηκε τη Μακεδονία (56 και 57), την Κόρινθο (Άνοιξη 56 και Ιανουάριο-Μάρτιο 57) και στη συνέχεια, πορευόμενος από τους Φιλίππους στα Ιεροσόλυμα, πέρασε από την Άσσο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο, την Κω και τη Ρόδο. Το 59-60, οδηγούμενος δέσμιος στη Ρώμη, πέρασε από την Κρήτη. Στη Δ’ Περιοδεία του (Άνοιξη 62-Άνοιξη 65) επισκέφθηκε την Κρήτη (Άνοιξη-Καλοκαίρι 63), τη Μακεδονία (τέλη 63), την Ήπειρο (64) και πάλι τη Μακεδονία (Χειμώνας 64-65).
Δίκαια, επομένως, ο Απόστολος Παύλος θεωρείται ως ο κατεξοχήν απόστολος της Ελλάδας και Ιδρυτής των περισσοτέρων τοπικών της Εκκλησιών, και ανάμεσα τους και αυτής των Αθηνών. Στην Αθήνα, τη «θεοσεβεστάτην» κατά τον Σοφοκλή (Οιδίπους επί Κολωνώ, στίχ. 260) και «θεοφιλή» κατά τον Πλάτωνα (Μενέξενος, 273 c), ο Παύλος έφθασε με πλοίο, προερχόμενος από τη Βέροια, το 51 (ή το 50) μ.Χ. Αφού παρέπλευσε το Σούνιο, αποβιβάστηκε στο Παλαιό Φάληρο και από εκεί, μέσω της σημερινής Λεωφόρου Συγγρού, έφθασε στο «κλεινόν άστυ». Στον δρόμο, στο ύψος της σημερινής εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων της Νέας Σμύρνης (οδός Αγίων Θεοδώρων, κοντά στον Πανιώνιο), αντίκρισε και τον πρώτο βωμό, που είχαν ανιδρύσει οι Αθηναίοι «Τω αγνώστω Θεώ». Βωμούς με την ίδια ή παρόμοια αφιέρωση είχε την ευκαιρία να δει και σε άλλα σημεία της πόλης, αφού υπήρχαν πολλοί αυτά τα χρόνια, όπως βεβαιώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς Φιλοστόργιος, Παυσανίας και Διογένης Λαέρτιος.
Η Αθήνα, ως πόλη του πνεύματος, που οι κάτοικοί της είχαν πολλές πνευματικές αναζητήσεις και ήταν περίεργοι και πρόθυμοι στο να ακούν και να ομιλούν για νέα πράγματα, είχε πολλές ιδιαιτερότητες, και γι’ αυτό το κήρυγμα του Ευαγγελίου σ’ αυτή απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και μέθοδο, προκειμένου να φέρει κάποια αποτελέσματα. Ο Παύλος, έχοντας σοβαρή ελληνική μόρφωση, αφού καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας, που αποκαλούνταν «Συριάδες Αθήναι», ήξερε προφανώς καλά το κλίμα και εργάστηκε με σύνεση, μολονότι μέσα του οργιζόταν, γιατί η περίφημη για τη σοφία της πόλη όχι μόνο δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη λατρεία των ειδώλων και ν’ αναχθεί στην πίστη του Ενός και Αληθινού Θεού, αλλά, αντίθετα, έφθασε να τιμάει ακόμα και ένα ολόκληρο πλήθος ανατολικών, αιγυπτιακών και ρωμαϊκών θεοτήτων (μηδέ της θεάς Ρώμης εξαιρουμένης, όπως αποδεικνύει ο βωμός της ανατολικά του Παρθενώνα). Με υπομονή συζητούσε καθημερινά με τους Ιουδαίους της συναγωγής, με τους θεοσεβείς προσήλυτους, με όλους όσους συναντούσε στην Αγορά – της οποίας τα κατάλοιπα σώζονται ακόμα ανάμεσα στην Ακρόπολη, το Θησείο και το Μοναστηράκι – ευαγγελιζόμενος σ’ αυτούς «Ιησούν και την Ανάστασιν» (Πράξ. 17, 18). Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί επικούρειοι και στωικοί φιλόσοφοι.
Οπωσδήποτε η παρουσία και ο λόγος του ταπεινού αλλά και σπινθηροβόλου Ιουδαίου εντυπωσίασαν τους Αθηναίους, οι οποίοι θέλησαν να ακούσουν επισημότερα τη διδαχή του και γι’ αυτό τον προσκάλεσαν να τους αναπτύξει και από το βήμα του Αρείου Πάγου, στον λοφίσκο δυτικά της Ακρόπολης, την παράδοξη γι’ αυτούς διδασκαλία του. Στάθηκε ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου και, ενώ γύρω η ματιά του αντίκριζε, μέσα σε μια διαυγή και λαμπρή ατμόσφαιρα, τον περικαλλή ακόμα Παρθενώνα και τα άλλα ειδωλολατρικά σεβάσματα, άρχισε τη δημηγορία του. Στην αρχή έπλεξε το εγκώμιο των θεοσεβών Αθηναίων και στη συνέχεια, με αφορμή τους βωμούς της πόλης, αποκάλυψε πως ο Άγνωστος Θεός, που τιμούν χωρίς να τον ξέρουν, δεν είναι άλλος από τον Έναν και Μοναδικό Θεό, τον Δημιουργό του παντός, τον ανενδεή, τον χορηγό της ζωής, τον πανταχού παρόντα, που βρίσκεται τόσο κοντά μας, ώστε να μπορούμε να τον ψηλαφίσουμε. Για επίρρωση των λόγων του, και δεδομένου ότι το κήρυγμά του παρακολουθούσε η ανώτερη διανόηση της πόλης, χρησιμοποίησε και ρήσεις αρχαίων φιλοσόφων, όπως «του γαρ και γένος εσμέν», που απαντάται στον Ύμνον εις Δία του στωικού Κλεάνθη και στα Φαινόμενα και Αιοσημεία του ποιητή των αλεξανδρινών χρόνων Αράτου από την πατρίδα του Κιλικία. Ακολούθως ο απόστολος, αφού με απόλυτη σαφήνεια τόνισε ότι ο Αληθινός Θεός είναι πνεύμα και επομένως δεν είναι ένα έργο τέχνης από χρυσό ή από άργυρο (όπως η χρυσελεφάντινη Αθηνά του Παρθενώνα), με θάρρος και παρρησία, μπροστά σ’ ένα ειδωλολατρικό ή αγνωστικιστικό ακροατήριο, δίδαξε την επιστροφή στη λατρεία του Ενός Θεού και τη μέλλουσα κρίση διά του Αναστάντος Κυρίου. Το σημείο αυτό, στο οποίο ο Παύλος έκανε μνεία για ανάσταση νεκρών, προκάλεσε τη χλεύη και την περιφρόνηση μερικών, με αποτέλεσμα η ομιλία να διακοπεί. Αυτό ήταν περίπου αναμενόμενο, αφού το κήρυγμα της ανάστασης θεωρείται μωρία από τους σκεπτικιστές κάθε εποχής. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε μια μικρή ζύμη. Μερικοί πίστεψαν και ανάμεσά τους ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος και η Δάμαρις. Κατά την παράδοση, ο Διονύσιος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος της πόλης.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, ευγνωμονώντας τον Μεγάλο Απόστολό Της, τον Ιούνιο του 1951, με τη συμπλήρωση 1.900 ετών από την έλευσή του στην Ελλάδα, διοργάνωσε διορθόδοξες εκδηλώσεις, ενώ η τοπική Εκκλησία των Αθηνών έχει ανεγείρει ναό προς τιμήν του και από το 1923, επί Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’ του Παπαδοπούλου, και εξής τελεί κάθε 29 Ιουνίου πανηγυρικό εσπερινό στον τόπο, όπου επίσημα ο Παύλος κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Αθηναίους. Επίσης, ο Δήμος Αθηναίων έχει δώσει το όνομά του στον δρόμο που οδηγεί από το Θησείο στην Ακρόπολη.
Συμπληρωματικά ως προς την κήρυξη του Χριστιανισμού στην Αθήνα πρέπει να αναφερθεί και η παλαιότατη παράδοση (Απόκρυφα, Πράξεις Αποστόλου Φιλίππου), ότι δηλαδή την Αθήνα επισκέφθηκε και ο Απόστολος Φίλιππος, πολύ ενωρίς μάλιστα οι κάτοικοι έκτισαν προς τιμήν του παλαιοχριστιανική βασιλική, που ίχνη της σώζονται, σύμφωνα με αρχαιολογικές έρευνες, κάτω από το δάπεδο του σημερινού ομώνυμου ναού του στο Μοναστηράκι.
Ο σπόρος του Ευαγγελίου, που ο Παύλος έσπειρε στην Αθήνα αργά αλλά σταθερά, απέδωσε πλούσιους καρπούς. Την ύπαρξη σημαντικής χριστιανικής κοινότητας στην Αθήνα, ήδη από τα τέλη του 1ου αι., επιβεβαιώνει ένα ολόκληρο πλήθος στοιχείων.
Ο σπόρος του Ευαγγελίου, που ο Παύλος έσπειρε στην Αθήνα αργά αλλά σταθερά, απέδωσε πλούσιους καρπούς. Την ύπαρξη σημαντικής χριστιανικής κοινότητας στην Αθήνα, ήδη από τα τέλη του 1ου αι., επιβεβαιώνει ένα ολόκληρο πλήθος στοιχείων. Από τους αρχαιότερους μάρτυρες της Εκκλησίας είναι οι επίσκοποι των Αθηνών Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης (†τέλη 1ου αι.), Νάρκισσος (†αρχές 2ου αι.), Πούπλιος (†πρώτο τέταρτο 2ου αι.) και Κοδράτος, που γύρω στα 124-125 ή 129 επέδωσε απολογία στον αυτοκράτορα Αδριανό, ενώ μαρτυρούνται και οι «εν ειρήνη κοιμηθέντες» επίσκοποι Ιερόθεος, «θεοφιλως πολιτευσάμενος» (†τέλη 1ου αι.), Λεωνίδης (+250) και Κλημάτιος, ο οποίος κατέλιπε φήμη οσίου ανδρός (+4ος αι.). Αθηναίοι είναι και οι απολογητές του 2ου αι. Αριστείδης, που επέδωσε απολογία πιθανότατα στον αυτοκράτορα Αδριανό (117-130), και ο «φιλόσοφος» Αθηναγόρας, πού γύρω στο 176-178 επέδωσε την απολογία Πρεσβεία Περί Χριστιανών στον Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Αθηναίοι είναι και οι μάρτυρες επίσκοποι Ρώμης Ανακλητός (77-78), Ύγινος (136-140) καί Ξύστος (Σίξτος) Β’ (257-258).
Ακόμα μνημονεύουμε δύο σημαντικά γεγονότα: Μετά το 165 ο επίσκοπος Κορίνθου Διονύσιος (†188) έγραψε επιστολή Προς Αθηναίους, Διεγερτική Πίστεως και της Κατά το Εύαγγέλιον Πολιτείας, ή οποία δυστυχώς δεν διασώθηκε, ενώ πιθανότατα Αθηναίοι είναι και ο φιλόσοφος Πάνταινος, ιδρυτής της Κατηχητικής Σχολής της Αλεξανδρείας (†γύρω στα 200), και ο μαθητής του πρεσβύτερος Κλήμης, γνωστός ως ο Άλεξανδρεύς (150-215), τον οποίο ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Αλέξανδρος χαρακτηρίζει «μακάριον πρεσβύτερον, άνδρα ένάρετον καί δόκιμον (…) δς (…) έπεστήριξέν τε καί ηυξησεν τήν του Κυρίου έκκλησίαν». Ό Κλήμης υπήρξε διδάσκαλος του μεγάλου Ώριγένη και ίσως το γεγονός αυτό να συνέβαλε και σε δύο επισκέψεις τού δεύτερου στην Αθήνα (230 και 240). Ό Ώριγένης γράφει ότι η χριστιανική Εκκλησία των Αθηνών είναι «πραειά τις καί ευσταθής ατε Θεώ άρέσκειν τώ επί πάσιν βουλομένη». Αλλά και αρχαιολογικά ευρήματα (σταυροί, πήλινοι λύχνοι, επιτάφιες πλάκες, παλαιοχριστιανικές βασιλικές), πού τοποθετούνται στα μέσα του 4ου αί. μ.Χ., εποχή πού αφέθηκε να εκδηλωθεί ελεύθερα και δημόσια ό χριστιανικός βίος, μαρτυρούν τη σταδιακή ρωμαλεότητα της Εκκλησίας των Αθηνών. Μνημονεύουμε ενδεικτικά τις βασιλικές πού υψώνονταν στον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού (Τετράκογχο), στον ευρύτερο χώρο των Στύλων του Ολυμπίου Διός, κοντά στον Ιλισό, στις δυτικές παρυφές του Λυκαβηττού, στον χώρο όπου βρίσκεται η σημερινή εκκλησία του Αγίου Λουκά Πατησίων και αλλού, καθώς και το χριστιανικό κοιμητήριο πού υπήρχε στη δυτική πλευρά του Λυκαβηττού. Ώς χριστιανική κοινότητα η Εκκλησία των Αθηνών αρχικά, όπως γενικά ίσχυε, ήταν αυτόνομη επισκοπή, ενώ στη συνέχεια, από τον 2ο αί. και ως τις αρχές του 8ου αί., αποτέλεσε την 1η Επισκοπή της Μητροπόλεως Κορίνθου, που και αυτή με τη σειρά της από τα μέσα του 5ου αί. υπήχθη στη Μητρόπολη και Εξαρχία Θεσσαλονίκης και δι’ αυτής στην Εκκλησία της Ρώμης.
Από τους επισκόπους Αθηνών των χρόνων αυτών, εκτός από οσους αναφέρθηκαν προηγουμένως, σημειώνουμε τον Πιστό, τον Μόδεστο, τον Αθανάσιο και τον Ιωάννη, που πήραν αντίστοιχα μέρος στις Οικουμενικές Συνόδους Α’ (325), Γ (431), Δ’ (451) και ΣΤ’ (680), καθώς επίσης και τον επίσκοπο Ανατόλιο, που πήρε μέρος στην Τοπική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 459, και τον επίσκοπο Ανδρέα, που πήρε μέρος στην Πενθέκτη Οικουμενική (692) και υπογράφει τα Πρακτικά της (†19-10-693). Τέλος, ας σημειωθεί οτι γύρω στο β’ μισό του 5ου αί. μετετράπησαν σε χριστιανικές εκκλησίες της Παναγίας ο Παρθενών και το Ερέχθειο και του Αγίου Γεωργίου το λεγόμενο σήμερα «Θησείο» (ναός του Ηφαίστου), καθώς και άλλα αρχαία ιερά της πόλης.
Όταν το 733, με απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντος του Γ’ του Ισαύρου, η Εξαρχία της Θεσσαλονίκης απεσπάσθη από τη Ρώμη και υπήχθη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως «διά το υπό των εθνών κατέχεσθαι τον πάπαν της πρεσβυτέρας Ρώμης», ήταν επόμενο ν’ ακολουθήσουν και οι μητροπόλεις και επισκοπές που υπάγονταν σ’ αυτή, και ανάμεσα τους, βέβαια, και η Αθηνών.
Όταν το 733, με απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντος του Γ’ του Ισαύρου, η Εξαρχία της Θεσσαλονίκης απεσπάσθη από τη Ρώμη και υπήχθη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως «διά το υπό των εθνών κατέχεσθαι τον πάπαν της πρεσβυτέρας Ρώμης», ήταν επόμενο ν’ ακολουθήσουν και οι μητροπόλεις και επισκοπές που υπάγονταν σ’ αυτή, και ανάμεσα τους, βέβαια, και η Αθηνών. Τον 8ο αι. πιθανότατα (οι πηγές δεν είναι αρκούντως σαφείς), η επισκοπή Αθηνών προήχθη σε αυτοκέφαλη επισκοπή, κατόπιν σε αρχιεπισκοπή και τέλος σε μητρόπολη. Η προαγωγή σε μητρόπολη υπολογίζεται να έγινε γύρω στο 787 ή το πολύ ως τα μέσα του 9ου αι., δεδομένου ότι η ακριβής χρονολόγηση των σωζόμενων Τακτικών, που μας πληροφορούν σχετικά, δεν είναι δυνατή, γιατί σε μερικά από αυτά έχουν ενταχθεί προφανώς και παλαιότερα στοιχεία (ίσως και του 7ου αιώνα), όμως ως αφετηρία των πρώτων από αυτά λαμβάνεται τουλάχιστον η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787) και τέρμα τα τέλη του 9ου αι. Ως προς την «Τάξιν προκαθεδρίας των Μητροπολιτών» δυστυχώς τα παλαιότερα σωζόμενα «Τακτικά» (Jean Darrouzes, Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris 1981) παρουσιάζουν πάλι συναφείς δυσεπίλυτες δυσκολίες.
Notitia 2 (8ος-9ος αι.): «λδ’ επαρχία Ελλάδος· ο Αθηνών» (34ος επί συνόλου 37 μητροπολιτών).
Notitia 3 (τέλη 8ου η αρχές 9ου αι.): «μη’ επαρχία Ελλάδος· ο Αθηνών» (48ος επί συνόλου 49 μητροπολιτών).
Notitia 5 (9ος αι.): Δεν καταγράφεται στη σειρά των μητροπολιτών, όπως στα προηγούμενα «Τακτικά», αλλά σημειώνεται: «Είσί δε και οι αποσπασθέντες εκ της ρωμαϊκής διοικήσεως, νυν δε τελούντες υπό τον θρόνον Κωνσταντινουπόλεως (…) επαρχία Ελλάδος· ο Αθηνών».
Notitia 6 (9ος αι.): «Εισίν και οι υπό την Δύσιν επαρχία Σικελίας· ο Συρακούσης, ο Θεσσαλονίκης, ο Αθηνών» (ως το 965 η Σικελία, επομένως και οι Συρακούσες, ανήκαν στο βυζαντινό κράτος).
Notitia 7 (Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου Μυστικού, 901-902): «κη’ αι Αθήναι» (28ος, επί συνόλου 51 μητροπολιτών). Τη σειρά αυτή (28ος) ο Αθηνών συνεχίζει να κατέχει ως και τον 12ο αι., ενώ επί Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου του Γέροντος (1282-1328) κατεβαίνει 35ος. Έτσι, ο Αθηνών, μητροπολίτης της «επαρχίας Ελλάδος» (Στερεάς) ή και «πάσης Ελλάδος» στη σειρά των μητροπολιτών αρχικά (τέλη 8ου-μέσα 9ου αι.) είναι 34ος, κατόπιν 48ος και από τις αρχές του 10ου αι. έως και τον 12ο αι. 28ος, ενώ επί Ανδρόνικου Β’ 35ος, για να επανέλθει στην 28η θέση επί Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου (1328-1341). Στα τέλη πιθανότατα του 14ου αι. και το α’ μισό του 15ου αι. ανεβαίνει στην 21η θέση.
Ως προς τον αριθμό των επισκοπών, τον 9ο αι. στον μητροπολίτη Αθηνών υπάγονται 39 επισκοπές, που η ταύτιση σήμερα δεν είναι για όλες ευχερής και επιτυχής, πλην όμως βρίσκονται όλες στην Ανατολική Στερεά και την Εύβοια: Κύδνας (Κύθνου), Κεού (Κέας), Βαλιαμίνας (Ταλαμίνης, Σαλαμίνος), Μύκων, Λιτνάδας (Τανάγρας), Οσπέους (Σκύρου), Εδέψου (Αιδηψού), Πορτίνου (Πορθμού Εύβοιας), Κάποιας (Καρυστίας), Θερμοπυλών (Θερμοπυλών), Σκαπφείας (Σκαρφίας, στη Λοκρίδα), Ελατίας, Αβαΐας (Άβας η Άβης Φωκίδος), Οπής (Οπούντος), Αναστασίας, Βομελίτου, Αντιέδου ή Ανθόδων (Ανθηδώνος Βοιωτίας), Θηβαΐδου (Θηβών), Δρυμίας (στη Λοκρίδα), Ύττου, Κηρονίας (Χαιρώνειας), Κοπονίας (Κορωνίας), Όλας (Αυλώνος), Επίας (Ευριπίας, Ευρίπου), Θηθήπου (Τιθώρας, Τιθορέας), Λιβαδειάς, Πλατιάς (Πλαταιών), Τλεσίνας (Ελευσίνας), Δαύμας η Δαύλιας (Διαυλείας), Μεδάπας ή Μαγάρων (Μεγάρων), Αμφησίας (Αμφίσσης), Δελφών, Αμβροσίας ή Αμβρόσου (Αμβρύσου Παρνασσίδος), Αμπισύρας (Αντίκυρας), Στίπης (Στειρίου), Θησάβας (Θεσπιών), Εδοσθήνας (Αιγοσθένων), Πάδου ή Παγών (Πηγών Μεγαρίδος) και Μεδάρας. Στις αρχές του 10ου αι., επί πατριάρχη Νικολάου Α’ Μυστικού (901-907), στον Αθηνών υπάγονται οι ακόλουθες 10 επισκοπές: Ευρίπου, Δαύλειας (Διαυλείας), Κορώνειας, Άνδρου, Ωρείου (Ωρεού), Σκύρου, Καρύστου, Πορθμού, Αυλώνος και Σύρας (Notitia 3).
Στα περισσότερα χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Αθήνα (1204-1456) ο ορθόδοξος μητροπολίτης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την έδρα του, την οποία κατέλαβε Λατίνος αρχιεπίσκοπος, το Πατριαρχείο όμως Κωνσταντινουπόλεως συνέχισε σε όλα αυτά τα χρόνια να χειροτονεί μητροπολίτες Αθηνών, οι οποίοι ή διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ή με τον τίτλο του «Προέδρου» ποίμαιναν άλλες μητροπόλεις. Οι ορθόδοξοι ιερείς κατά την περίοδο αυτή χειροτονούνταν από διερχόμενους ορθοδόξους αρχιερείς, προκειμένου όμως να τους επιτραπεί ν’ ασκήσουν τα καθήκοντά τους ήταν υποχρεωμένοι να ασπάζονται το χέρι του Λατίνου αρχιεπισκόπου και έτσι να δηλώνουν την υποταγή τους σ’ αυτόν.
Η κατάσταση αυτή κράτησε έως τα τέλη του 14ου αι., ώσπου δηλαδή την Αθήνα άρχισε να κυβερνάει η φλωρεντινή οικογένεια Ατζαϊώλη, οπότε, με πολλές όμως δυσκολίες και διακυμάνσεις, επετράπη η εγκατάσταση ορθόδοξου μητροπολίτη στην Αθήνα, ο οποίος πλέον δεν διέμενε στην Ακρόπολη (την οποία συνέχιζε να κατέχει ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος), αλλά σ’ έναν ταπεινό οικίσκο στις παρυφές του λοφίσκου του Αρείου Πάγου και ως μητροπολιτικό του ναό είχε τον εκεί κοντά ευρισκόμενο ναΐσκο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Κατά το τέλος της περιόδου αυτής (15ος αι.), ο Ορθόδοξος Ποιμενάρχης των Αθηνών έφερε, όπως γράφει ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τον τίτλο «Μητροπολίτης Αθηνών, Έξαρχος απάσης Ελλάδος, Πρόεδρος Θηβών και Νέων Πατρών». Λίγο πριν, το 1371, επί πατριάρχη Φιλόθεου, είχαν υπαχθεί και οι επισκοπές Νέων Πατρών (Υπάτης) και Αιγίνης.
Στο διάστημα αυτό των επτακοσίων ετών (733-1456) αρκετοί σπουδαίοι αρχιερείς κόσμησαν τον θρόνο των Αθηνών. Ανάμεσά τους ο Ιωάννης ο Βλαχερνίτης (1145-1160), ο οποίος πήρε μέρος σε σύνοδο που συνεκλήθη στο παλάτι των Βλαχερνών, ο Νικόλαος ο Α’ ο Αγιοθεοδωρίτης (1166-1175), άνδρας μεγάλης παιδείας και εκκλησιαστικής δραστηριότητας, και ο Μιχαήλ Χωνιάτης Ακομινάτος. (1181-1222).
Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους και την κατάλυση της Φραγκοκρατίας (1456), εγκατέλειψε την πόλη και ο Λατίνος επίσκοπος και εγκαταστάθηκαν οριστικά πλέον οι ορθόδοξοι μητροπολίτες, με πρώτο τον Ισίδωρο.
Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους και την κατάλυση της Φραγκοκρατίας (1456), εγκατέλειψε την πόλη και ο Λατίνος επίσκοπος και εγκαταστάθηκαν οριστικά πλέον οι ορθόδοξοι μητροπολίτες, με πρώτο τον Ισίδωρο.
Ο εκάστοτε μητροπολίτης, σύμφωνα με όσα ίσχυαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, απέκτησε και πολιτική δύναμη, αφού έγινε πρόεδρος του κοινοτικού συμβουλίου της πόλης. Τότε έλαβε και τον τίτλο «Μητροπολίτης Αθηνών και Λιβαδειάς, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Ελλάδος», ενώ τον 18ο αι. ονομάστηκε «Μητροπολίτης Αθηνών και έξαρχος πάσης Ελλάδος και των Κυκλάδων νήσων και τον τόπον επέχων του Καισαρείας». Την ίδια εποχή υπάγονταν στη μητρόπολη Αθηνών οι επισκοπές Διαυλείας, Ταλαντίου, Άνδρου, Σκύρου, Σόλωνος (Σαλώνων, Αμφίσσης) και Μενδενίτζης (στη Λοκρίδα). Αργότερα, τέλη του 18ου αι., η επισκοπή Άνδρου απεσπάσθη από τη Μητρόπολη Αθηνών και με τη Σύρο απετέλεσε ιδιαίτερη μητρόπολη.
Από τους σημαντικούς μητροπολίτες της πόλης αυτή την περίοδο, σημειώνουμε τον Νικάνορα, άνδρα πνευματικό και δημοφιλή, που το 1577 χειροτόνησε αρχιεπίσκοπο Αιγίνης τον άγιο Διονύσιο τον εκ Ζακύνθου, τον Δανιήλ (1636-1655), τον Άνθιμο Γ’ (1655-1676), αγαθό, ικανό και λόγιο αρχιερέα, τον Μελέτιο Β’ (1703-1713), «τιμιώτατον, σοφώτατον και ευγενή κατά τε την ψυχήν και το σώμα», σύμφωνα με Πατριαρχικό έγγραφο, και συγγραφέα θεολογικών και ιστορικών έργων, ανάμεσα στα οποία και της Γεωγραφίας, τον Ζαχαρία (1734-1740), για τον οποίο έχει γραφεί πώς στην εποχή του δεν υπήρχε «καλύτερος και περισσότερο φιλόθεος», τον Άνθιμο τον Δ’ (1741-1763), που εργάστηκε σκληρά για την ελάφρυνση του τυραννικού ζυγού του ποιμνίου του και ενίσχυσε την παιδεία, και τους Βαρθολομαίο (1764-1780 με διακοπές) και Βενέδικτο (1781-1785 και 1787-1796), που εργάστηκαν με πολλούς κινδύνους για την απομάκρυνση του διαβόητου βοεβόδα της πόλης Χατζή Αλή Χασεκή.
Επειδή η εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας (Παρθενών) είχε μετατραπεί σε τζαμί, καθεδρικός ναός ήταν ο Άγιος Παντελεήμων, που ήταν ο μεγαλύτερος της πόλης και βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Δημοπρατηρίου, στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Αιόλου. Στα μέσα του 17ου αι. στην Αθήνα υπήρχαν 52 ενοριακές εκκλησίες (επί συνόλου περίπου 150 σε όλη τη μητρόπολη) και γύρω στα 150 παρεκκλήσια. Ο μεγάλος αυτός αριθμός των παρεκκλησίων, που κατά κανόνα ήταν κτητορικά (ιδιωτικά), οφείλεται τόσο στην ευσέβεια των ιδιοκτητών τους, όσο και στο γεγονός ότι οι ευπορότεροι Αθηναίοι έχτιζαν μικρές ιδιόκτητες εκκλησίες, για να εκκλησιάζονται σ’ αυτές με τις κόρες τους, που, αν κυκλοφορούσαν στους δρόμους τους πρώτους αιώνες της σκλαβιάς, κινδύνευαν να τις αρπάξουν οι Τούρκοι
Την ευσέβεια των Αθηναίων επιμαρτυρούν και οι συχνές επισκέψεις-προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους. Γράφει χαρακτηριστικά ο ιστορικός των Αθηνών Δημ. Γρ. Καμπούρογλους: «Αμφιβάλλομεν αν υπάρχη άλλη πόλις της κυρίως Ελλάδος, αριθμούσα τοσούτον αριθμόν «χατζήδων», όσον αι Αθήναι. Ουδ’ οι κίνδυνοι του ταξειδίου, ουδ’ η έλλειψις ασφαλείας, ουδ’ αι υπέρογκοι δαπάναι ίσχυον, όπως παρακωλύσωσι τους Αθηναίους του να μεταβαίνωσι κατ’ έτος εις τον Άγιον Τάφον και επιστρέφοντες κομισταί των ιδίων αυτών σαβάνων να προσκολλώσιν εις τα επώνυμά των το τιμητικόν και αναπόσπαστον εφεξής του «χατζή» τίτλον, θεωρούμενοι ούτως ως όντα μετέχοντα θεότητος. Η μετά του Αγίου Τάφου επικοινωνία επηύξησε κυρίως εξ ότου οι Αθηναίοι ηυτύχησαν να ίδωσι συμπολίτας αυτών ανυψούμενους εις τον πατριαρχικόν των Ιεροσολύμων θρόνον».
Μετά την Απελευθέρωση, με την, ανακήρυξη από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1833, ιδρύθη η Επισκοπή Αττικής, που περιελάμβανε όλο τον σημερινό νομό (εκτός από τα νησιά) και είχε έδρα την Αθήνα.
Μετά την Απελευθέρωση, με την, ανακήρυξη από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1833, ιδρύθη η Επισκοπή Αττικής, που περιελάμβανε όλο τον σημερινό νομό (εκτός από τα νησιά) και είχε έδρα την Αθήνα. Πρώτος ποιμενάρχης διορίστηκε ο ώς τότε Επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, ο οποίος είχε διακριθεί στον Απελευθερωτικό Αγώνα.
Με την έκδοση του Πατριαρχικού Τόμου της 29ης Ιουνίου 1850, που παραχωρούσε το Αυτοκέφαλο στην Ελλαδική Εκκλησία (και τη συνακόλουθη έκδοση των Νόμων Σ’ και ΣΑ’ της 9-7-1852), στις 2-9-1850 με Διάταγμα η Επισκοπή Αττικής ονομάστηκε Αθηνών και ανυψώθη σε μοναδική Μητρόπολη του Ελληνικού Κράτους και ο Μητροπολίτης της ορίστηκε μόνιμος Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου. Δύο χρόνια αργότερα, με την παραίτηση του αρχιερέα Σαμουήλ της προσωρινής Επισκοπής Αιγίνης, Αγκιστρίου και Σαλαμίνος, τα νησιά αυτά υπήχθησαν στη Μητρόπολη Αθηνών. Με το άρθρο 2 του Ν. 2891/21-7-1922 (ΦΕΚ 124/25-7-1922, τ. Α’), όλες οι Επισκοπές της χώρας ανυψώθηκαν σε Μητροπόλεις, ενώ στον Μητροπολίτη Αθηνών δόθηκε ο τίτλος «Μακαριώτατος Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης της Ελλάδος». Με τον Καταστατικό Νόμο της Εκκλησίας της Ελλάδος της 31ης Δεκεμβρίου 1923 (ΦΕΚ 387 τ. Α’), που καταρτίσθηκε μετά την εκλογή, χειροτονία και εγκατάσταση στον θρόνο των Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, υλοποιήθηκε πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Μητροπολίτης Αθηνών έλαβε τον τίτλο «Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος», τίτλο που διατηρεί ώς σήμερα
Το 1936, λόγω της αλματώδους αύξησης του πληθυσμού του λεκανοπεδίου, με τον ΑΝ 136 ιδρύθη η Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος, στην οποία υπήχθησαν όλη σχεδόν η επαρχία Μεγαρίδος, η νήσος Σαλαμίνα, η Λαυρεωτική και πολλές περιοχές της Βόρειας Αττικής (έδρα η Κηφισιά). Το ίδιο έτος η Αίγινα υπήχθη στη μητρόπολη Ύδρας και Σπετσών. Το 1947 προστέθηκαν στη Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος και οι πόλεις Αμαρούσιο, Αχαρνές, Ασπρόπυργος, Ελευσίνα και η Ιερά Μονή Κλειστών. Το 1962, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου (18-1-1962), ο Πειραιάς, το Νέο Φάληρο και η Νίκαια απετέλεσαν τη νέα Μητρόπολη Πειραιώς, που είχε ιδρυθεί με τον Ν. 3952/1959 (ΦΕΚ 272, τ. Α’), ενώ το 1974 αποσπάσθηκαν πολλά εδάφη της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και ιδρύθηκαν οι τέσσερις μητροπόλεις Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού, Νέας Σμύρνης, Νέας Ιωνίας, Νέας Φιλαδέλφειας, και Περιστερίου. Το 2002 από τη μητρόπολη Νέας Σμύρνης απεσπάσθη το ανατολικό τμήμα της και ιδρύθη η Μητρόπολη Γλυφάδας. Το 2010 η Μητρόπολη Αττικής διχοτομήθηκε στις Μητροπόλεις Κηφισιάς και «Ιλίου, Πετρουπόλεως και Αχαρνών».
Σήμερα, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών περιλαμβάνει τούς δήμους Αθηναίων, Δάφνης, Ζωγράφου, Παλαιού Ψυχικού, Νέου Ψυχικού, Καλλιθέας, Μοσχάτου, Ηλιουπόλεως, Αγίου Δημητρίου, Χαλανδρίου, Πεντέλης, Βριλησσίων, Ταύρου, Αγίας Παρασκευής, Χολαργού, Παπάγου, Φιλοθέης, Γαλατσίου και Αγίων Αναργύρων.
Καί τρεις ιδιάζουσες περιπτώσεις: 1) το 1926 ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος νομοθέτησε αυθαίρετα την ίδρυση Μητρόπολης Μεγαρίδος, αλλά εξαιτίας τόσο της έντονης αντίδρασης του Αρχιεπισκόπου και της Ιεράς Συνόδου, όσο και λόγω της πτώσης της δικτατορίας, η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε. 2) το 1939 η δικτατορία Μεταξά απέσπασε την επαρχία Αττικής και τη Σαλαμίνα από τη μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος (που ονομάσθηκε πλέον Μεγαρίδος με έδρα τα Μέγαρα) και τις υπήγαγε πάλι στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, όπου παρέμειναν ώς το 1941, και 3) το 1969 ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος παρεχώρησε τούς δήμους Αιγάλεω, Αγίας Βαρβάρας και Χαϊδαρίου στη νεοϊδρυμένη τότε (ΝΔ 4589/10-11-1966) μητρόπολη Νικαίας.
Από τους αρχιερείς που την τελευταία ογδοηκονταετία (1923-2003) ποίμαναν ως αρχιεπίσκοποι την Εκκλησία των Αθηνών σημειώνουμε τους:
Χρυσόστομο Α’ τον Παπαδόπουλο (1923-1938), καθηγητή του Πανεπιστημίου, διευθυντή της Ριζαρείου και ακαδημαϊκό, διαπρεπή εκκλησιαστικό ιστορικό. Χρύσανθο Φιλιππίδη (1938-1941), τον από Τραπεζούντος, γνωστό για τούς εθνικούς του αγώνες και την κοινωνική του δράση. Δαμασκηνό Παπανδρέου (1941-1949), τον από Κορινθίας, που διακρίθηκε για το ανορθωτικό του έργο στην Κόρινθο μετά τούς σεισμούς του 1928, επέδειξε έργο εθνικό και κοινωνικό στα χρόνια της Κατοχής και χρημάτισε και αντιβασιλέας (31-12-1944 έως 27-9-1946). Σπυρίδωνα Βλάχο (1949-1956), τον από Ιωαννίνων, άνδρα μεγάλης επί πεντηκονταετία εθνικής προσφοράς, ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο. Δωρόθεο Κοτταρά (1956-1957), τον από Λαρίσης, διαπρεπή νομομαθή και αφιλοχρήματο ιεράρχη, που δεν πρόλαβε όμως να υλοποιήσει τα μεγαλόπνοα σχέδιά του για την Εκκλησία. Θεόκλητο Β’ τον Παναγιωτόπουλο (1957-1962), καλοκάγαθο ιεράρχη, που το 1958 ανακαίνισε και συμπλήρωσε το σημερινό Αρχιεπισκοπικό Μεγαρο, το οποίο πρώτος είχε ανεγείρει το 1892-1894 στον χώρο της Μονής του Αγίου Ανδρέα-Αγίας Φιλοθέης ο ρέκτης μητροπολίτης Αθηνών Γερμανός Καλλιγάς (1889-1896). Χρυσόστομο Β’ Χατζησταύρου (1962-1967), τον από Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, παλιό και σοφό ιεράρχη με εθνικές περγαμηνές. Ιερώνυμο Κοτσώνη (1967-1973), πανεπιστημιακό καθηγητή, που σε δύσκολους καιρούς έδωσε νέα πνοή στην εκκλησιαστική δραστηριότητα και οργάνωσε συστηματικά το προνοιακό έργο της Εκκλησίας. Σεραφείμ Τίκα (1974-1998), τον από Ιωαννίνων, που εργάστηκε φιλότιμα για την Εκκλησία, και Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη (1998-2008), τον από Δημητριάδος, με σημαντική και πλούσια δράση σε όλους τους τομείς.
Στο διάστημα από την Απελευθέρωση ώς το 1974, η Εκκλησία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, παρουσίασε όμως και σπουδαιότατο πνευματικό και κοινωνικό έργο.
Άπό τα προβλήματα μνηνονεύουμε τις συχνές διενέξεις με την Πολιτεία για ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας και άλλα, τούς συνεχείς, σχεδόν, πολέμους που αντιμετώπισε η Ελλάδα και οι οποίοι δεν της παρείχαν τη δυνατότητα ν’ ασχοληθεί απερίσπαστη με το έργο της, το Παλαιοημερολογιτικό ζήτημα κ.ά. Παρ’ όλα αυτά όμως, η Εκκλησία των Αθηνών προχώρησε στο έργο της και στάθηκε αρωγός στο ποίμνιό της. Εργάστηκε σοβαρά για τη διάδοση του θείου κηρύγματος, την εξομολόγηση, την κατήχηση των νέων, την ανοικοδόμηση ναών και πνευματικών κέντρων, τη φιλανθρωπία προς ορθοδόξους και μη. Στα δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, με την άγρυπνη μέριμνα του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση η «Πρόνοια Στρατευομένων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών», που με εθελοντικό, κυρίως, προσωπικό 2.000 περίπου ατόμων πρόσφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες όχι μόνο στους μαχόμενους στρατιώτες, αλλά και στις οικογένειές τους που είχαν απομείνει απροστάτευτες, ενώ επί Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ο «Εθνικός οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης» (ΕΟΧΑ), που για να εξιστορηθεί το έργο του «θα εχρειάζοντο ώρες πολλές και τόμοι στοιχείων άπειροι». Υπολογίζεται πώς τα συσσίτια του ΕΟΧΑ σε όλη τη χώρα έσωσαν πάνω από 400.000 παιδιά, ενώ 300.000 ασθενείς βρήκαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τόσο στο πολυϊατρείο της Αρχιεπισκοπής, όσο και στα παραρτήματα του. Ακόμα, λειτούργησαν «Υπηρεσία Προνοίας Κρατουμένων», «Γραφείον των απορφανισθεισών οικογενειών» και «Γραφείον παροχής νομικών συμβουλών», το οποίο υπεράσπιζε ενώπιον των γερμανικών στρατοδικείων τούς συλλαμβανομένους. Έσωσε ακόμα γύρω στους 700 Εβραίους, εφοδιάζοντας τους με πιστοποιητικά πώς δήθεν ήταν χριστιανοί, και ανάμεσα τους τον αρχιραβίνο των Αθηνών και την οικογένεια του. Υπάρχουν περιστατικά που ο Δαμασκηνός έφυγε από Ιερές Ακολουθίες προκειμένου να κάνει προσωπικές παραστάσεις στις Αρχές Κατοχής για ματαίωση εκτελέσεων, ορισμένες φορές με επιτυχία.
Επιπλέον, τους εκάστοτε αρχιεπισκόπους Αθηνών απασχόλησαν και γενικότερα προβλήματα της Εκκλησίας, όπως η κατάρτιση συμφώνων προς το Κανονικό Δίκαιο και επομένως επωφελών γι’ αυτήν Καταστατικών Χαρτών, η οικονομική της ανασυγκρότηση, η ίδρυση και ανάπτυξη της Αποστολικής Διακονίας, η ανοικοδόμηση εκατοντάδων ναών που είχαν καταστραφεί από τα πολεμικά γεγονότα των ετών 1940-1949, η μόρφωση του ιερού κλήρου, οι εκδόσεις Αγίας Γραφής, λειτουργικών και εποικοδομητικών βιβλίων, η αντιμετώπιση των αιρέσεων κ.ά.
Οι Ενορίες και τα Ιδρύματα της Ι.Α.Α. μπορούν να αποστέλλουν τις Ανακοινώσεις τους στην διεύθυνση:
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
© Copyright - Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών - developed by S.R.C.